- επίκριμα
- το уст. приказ, предписание;
§ κλητήριον επίκριμα — повторная повестка в суд (передаваемая родственникам обвиняемого, местопребывание которого неизвестно)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κλητήριον επίκριμα — повторная повестка в суд (передаваемая родственникам обвиняемого, местопребывание которого неизвестно)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίκριμα — το (AM ἐπίκριμα) φρ. «κλητήριον επίκριμα» κλήση προσώπου για να δικαστεί ή να απολογηθεί σε κατηγορίες που τού αποδίδονται, η οποία παραδίδεται σε στενό συγγενή του εφόσον δεν ανευρίσκεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος αρχ. ένταλμα, απόφαση … Dictionary of Greek
επικριτήριον — ἐπικριτήριον, τὸ (Μ) το επίκριμα … Dictionary of Greek
κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κάποιος 2. φρ. (νομ.) «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα» ή απλώς «κλητήριο» το δικαστικό έγγραφο με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος όταν παραπέμπεται με απευθείας κλήση, δηλαδή χωρίς βούλευμα, από… … Dictionary of Greek
κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κανείς. 2. «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα», το έγγραφο με το οποίο καλείται κανείς να παρουσιαστεί ως κατηγορούμενος σε δικαστή ή ανακριτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)